- Ναζηραίος
- και Ναζιραίος, ο (ΑΜ Ναζηραῑος και Ναζιραῑος)1. συν. στον πληθ. οι Ναζηραίοιεκκλ. Ιουδαίοι ασκητές που ήταν αφιερωμένοι στον Θεό και αναλάμβαναν ένορκη υποχρέωση να αποφεύγουν ισόβια ή για ορισμένο χρονικό διάστημα τα οινοπνευματώδη ποτά και το κρέας, ενώ άφηναν μακριά γένια τα οποία έκοβαν όταν καταπατούσαν τον όρκο τους2. άγιος3. χριστιανός ασκητής, μοναχός.[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. nāzīr < εβρ. nāzar «καθαγιάζω, αφιερώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.